Στένωση Ουρήθρας
Τι ορίζεται ως στένωση ουρήθρας;
Η στένωση ουρήθρας είναι μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο αυλός της ουρήθρας στενεύει, συνήθως λόγω ανάπτυξης ουλώδους συνδετικού ιστού, με αποτέλεσμα τη μείωση του φυσιολογικού εύρους της. Η ουρήθρα είναι ένας σωλήνας που στους άνδρες διαμεσολαβεί στην αποβολή τόσο των ούρων όσο και του σπέρματος. Ειδικότερα, η στένωση μπορεί να εντοπιστεί σε οποιοδήποτε τμήμα της, ωστόσο συχνότερα προσβάλλεται η πρόσθια μοίρα της ουρήθρας, και ειδικότερα η βολβική μοίρα.
Ποια είναι τα αίτια πρόκλησής της;
Η στένωση ουρήθρας προκαλείται από ποικίλους παράγοντες .
Ειδικότερα, μπορεί να προκληθεί εξαιτίας των παρακάτω παραγόντων:
- Τραυματισμοί: Μπορεί να προκληθούν από εξωτερικά τραύματα στην περιοχή της πυέλου ή του περίνεου, κατάγματα της λεκάνης ή κάκωση της ουρήθρας από ιατρικές πράξεις όπως η τοποθέτηση καθετήρα ή η διουρηθρική χειρουργική επέμβαση (π.χ. διουρηθρική προστατεκτομή).
- Φλεγμονές – Λοιμώξεις: Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα όπως γονόρροια και χλαμύδια, καθώς και επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ουροποιητικού προκαλούν ουλοποίηση της ουρήθρας και στενώσεις.
- Προηγούμενες ουρολογικές επεμβάσεις: Χειρουργικές επεμβάσεις στην ουρήθρα, στην ουροδόχο κύστη ή στον προστάτη μπορεί να τραυματίσουν τον βλεννογόνο με συνέπεια στένωση.
- Ακτινοθεραπεία: Θεραπείες με ακτινοβολία στην περιοχή της ουρήθρας, κυρίως για κακοήθειες της πυέλου, αυξάνουν τις πιθανότητες για πρόκληση στένωσης.
- Ιδιοπαθής αιτιολογία: Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ανευρίσκεται σαφής αιτία, και η στένωση αποδίδεται σε άγνωστα αίτια ή σε μη ανιχνεύσιμους παράγοντες.
Αυτοί οι παράγοντες καθορίζουν και τη βαρύτητα της στένωσης, ενώ αποτελούν και τη βάση για την επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής προσέγγισης.
Με ποια συμπτώματα εκδηλώνεται η στένωση ουρήθρας;
Τα συμπτώματα της στένωσης ουρήθρας περιλαμβάνουν συνήθως τα εξής:
- Δυσουρία (δυσκολία ή πόνος κατά την ούρηση)
- Μειωμένη και αδύναμη ροή ούρων
- Διχαλωτή ροή ούρων
- Αίσθημα ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης μετά την ούρηση
- Συχνουρία και επιτακτική ανάγκη ούρησης
- Στάγδην ακράτεια (στάξιμο σταγόνων μετά την ούρηση)
- Επίσχεση ούρων (αδυναμία ούρησης ή πλήρης απόφραξη)
- Επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις, με συμπτώματα όπως τσούξιμο, πυρετός, πόνος στην περιοχή της πυέλου ή κοιλιά
- Αιματουρία (παρουσία αίματος στα ούρα)
- Μειωμένη ισχύς εκσπερμάτισης ή πόνος κατά την εκσπερμάτιση (σε άνδρες)
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μικρές στένωσεις μπορεί να είναι ασυμπτωματικές.

Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
Η διάγνωση της στένωσης ουρήθρας στηρίζεται σε ένα συνδυασμό απεικονιστικών και ενδοσκοπικών εξετάσεων με στόχο την ακριβή αναγνώριση, αξιολόγηση και ταξινόμηση της βλάβης.
Πιο συγκεκριμένα, η ουρηθρογραφία αποτελεί την κύρια απεικονιστική μέθοδο. Η εξέταση πραγματοποιείται με έγχυση σκιαγραφικού στην ουρήθρα και με τον τρόπο αυτό εντοπίζεται το μήκος και ο βαθμός της στένωσης.
Εκτός από την ουρηθρογραφία, πολλές φορές για τη διάγνωση πραγματοποιείται και η εξέταση της ουρηθροσκόπησης. Η ουρηθροσκόπηση παρέχει άμεση ενδοσκοπική απεικόνιση του αυλού της ουρήθρας, διευκολύνοντας την ακριβή εκτίμηση του στενώματος.
Συμπληρωματικά, το υπερηχογράφημα του ουροποιητικού συνεισφέρει στην εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας και στον αποκλεισμό άλλων παθολογικών καταστάσεων. Η συνδυαστική εφαρμογή των εξετάσεων, σε συνάρτηση με το αναλυτικό ιστορικό και την κλινική εξέταση, καθιστά εφικτή την εξατομίκευση της θεραπευτικής στρατηγικής.
Στένωση ουρήθρας: Ποια είναι η κατάλληλη θεραπεία;
Οι συντηρητικές μέθοδοι αντιμετώπισης της στένωσης ουρήθρας περιλαμβάνουν κυρίως τη διαστολή και την ενδοσκοπική ουρηθροτομή.
Ειδικότερα, η διαστολή ουρήθρας πραγματοποιείται με τη χρήση ειδικών διαστολέων ή μπαλονιών, τα οποία διευρύνουν τον ουλώδη ιστό. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή απαιτεί συχνά επαναλαμβανόμενες συνεδρίες, ιδίως σε εκτενέστερα στενώματα.
Από την άλλη πλευρά, η ενδοσκοπική ουρηθροτομή αποτελεί μια ελάχιστα επεμβατική τεχνική, κατά την οποία, με τη χρήση οπτικού ουρηθροτόμου, ο ουλώδης ιστός τέμνεται με λεπίδα ή λέιζερ, διευρύνοντας τον αυλό. Πρόκειται για θεραπευτική επιλογή σε στενώματα μικρού μήκους (<1 εκ.), με σχετικά ικανοποιητικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Σε περιπτώσεις σύνθετων ή υποτροπιαζουσών στενώσεων η ουρηθροπλαστική συνιστά τη χειρουργική μέθοδο εκλογής. Η τεχνική αυτή περιλαμβάνει την εκτομή της στένωσης και την αναστόμωση των υγιών άκρων. Εναλλακτικά μπορεί να πραγματοποιηθεί η ανακατασκευή της ουρήθρας με τη χρήση μοσχεύματος, συνηθέστερα από στοματικό βλεννογόνο.
Η ουρηθροπλαστική εμφανίζει ποσοστά επιτυχίας που υπερβαίνουν το 85–90%, εξασφαλίζοντας μακροχρόνια διατήρηση της βατότητας.
Από τις νεότερες μεθόδους, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαστολή ουρήθρας με το μπαλόνι Optilume. Η μέθοδος αυτή συνδυάζει τη μηχανική διάνοιξη της στένωσης με τοπική απελευθέρωση φαρμάκου που αναστέλλει την ανάπτυξη ουλώδους ιστού. Η τεχνική αυτή μειώνει σημαντικά την πιθανότητα υποτροπής. Εφαρμόζεται επιτυχώς ιδιαίτερα σε ασθενείς με συχνά υποτροπιάζοντα στενώματα και συμβάλλει στην αποφυγή πιο εκτεταμένων χειρουργικών παρεμβάσεων.
Εάν αντιμετωπίζετε δυσκολία στην ούρηση ή άλλα ενοχλήματα που σχετίζονται με στένωση ουρήθρας, επικοινωνήστε με τον Ουρολόγο-Ανδρολόγο Γεράσιμο Φραγκούλη. Ο ιατρός διαθέτει εξειδίκευση στη διάγνωση και τη χειρουργική αποκατάσταση ουρολογικών παθήσεων, εφαρμόζοντας σύγχρονες, ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές.